θεραπόντιον
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
τό, Dim. of θεράπων, D.L.4.59.
German (Pape)
[Seite 1200] τό, dim. von θεράπων, D. L. 4, 59; im verächtlichen Sinne, Poll. 3, 74 aus Hyperid.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπόντιον: τό мальчик-слуга Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπόντιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θεράπων, Λατ. servulus, famulus, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 74 Δινδ., Διογ. Λ. 4. 59.
Greek Monolingual
θεραπόντιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του θεράπων) νεαρός ή μικρός δούλος.