θεόμοιρος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόμοιρος Medium diacritics: θεόμοιρος Low diacritics: θεόμοιρος Capitals: ΘΕΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: theómoiros Transliteration B: theomoiros Transliteration C: theomoiros Beta Code: qeo/moiros

English (LSJ)

θεόμοιρον, partaking of the divine nature, Ecphant. ap. Stob.4.6.22; φύσις Dam.Isid.191.

German (Pape)

[Seite 1196] des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θεόμοιρος: -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347.

English (Slater)

θεόμοιρος, codd. (O. 3.10), (P. 5.5) v. θεόμορος.

Greek Monolingual

θεόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει στη θεία φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μοιρος (< μοίρα), πρβλ. άμοιρος, ολβιόμοιρος].