θεώριος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
A v. θεάριος.
II θεώριον, τό, box at the amphitheatre, PSI8.953.62 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1206] ὁ, u. dor. θεάριος, Beiw. des Apollo, als Orakelgottes.
Russian (Dvoretsky)
θεώριος: adj. m покровительствующий теориям (эпитет Аполлона) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θεώριος: ἴδε θεάριος: - θεώριον, τό, θέαμα, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς ἐπώνυμον, «Θεώριος· ὁ Ἀπόλλων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θεώριος και δωρ. τ. θεάριος, -ον (ΑΜ) θεωρός
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον
το θέαμα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον
θέση για τους θεωρούς, θεωρείο
3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος
επίθ. του Απόλλωνος.