σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Full diacritics: θιαρός | Medium diacritics: θιαρός | Low diacritics: θιαρός | Capitals: ΘΙΑΡΟΣ |
Transliteration A: thiarós | Transliteration B: thiaros | Transliteration C: thiaros | Beta Code: qiaro/s |
v. θεωρός.
θιαρός, ὁ (Α)
επιγρ. συνηρ. τ. του θεωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του θεωρός, πιθ. < θεᾱ-hορFος].