κέχρηκα

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de κίχρημι.

Russian (Dvoretsky)

κέχρηκα: pf. к χράω III.