καπφάλαρα

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

German (Pape)

[Seite 1324] richtiger κὰπ φάλαρα, s. κάπ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κὰπ φάλαρα;
v. κάπ.

Greek (Liddell-Scott)

καπφάλαρα: ἧττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κάπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα Ἰλ. Π. 106.

Greek Monotonic

καπφάλαρα: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα.