κατασκεύασις
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek (Liddell-Scott)
κατασκεύασις: ἡ, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κατασκεύασις, ἡ (Α) κατασκευάζω
ο τρόπος κατασκευής, σμός, εξοπλισμός.
German (Pape)
das Vollenden, Sp.