κατασκεύασις

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek (Liddell-Scott)

κατασκεύασις: ἡ, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

κατασκεύασις, ἡ (Α) κατασκευάζω
ο τρόπος κατασκευής, σμός, εξοπλισμός.

German (Pape)

das Vollenden, Sp.