κατεψυγμένος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατεψυγμένος, -η, -ον)
βλ. καταψύχω.