κεχρημένως

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

κεχρημένως (Α)
επίρρ. ενδεώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. του παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» του χρῶμαι)].