κλαδικός

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κλάδος (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάδο εργαζομένων ή στην υποδιαίρεση ενός συνόλου (α. «κλαδικά αιτήματα» β. «κλαδική οργάνωση»).