κρεισσώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

κρεισσῶ, -όω (AM) κρείσσων
1. κρεισσονεύω
2. κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, δίνω υπεροχή.