μέραρχος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ο
ανώτατος αξιωματικός του στρατού ο οποίος διοικεί μεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -αρχος].
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
ο
ανώτατος αξιωματικός του στρατού ο οποίος διοικεί μεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -αρχος].