μιτρώδης
From LSJ
English (LSJ)
μιτρῶδες, like a headband, An.Ox. 3.351.
German (Pape)
[Seite 193] ες, nur Soph. Ant. 1207, βρόχῳ μιτρώδει σινδόνος καθημμένην εἴδομεν, in der aus dem Gürtel gemachten Schlinge; Brunck änderte nach einigen mss. μιτώδης.
Greek (Liddell-Scott)
μιτρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μίτραν, Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 351.
Greek Monolingual
μιτρώδης, -ῶδες (Α) μίτρα (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μίτρα, μιτροειδής.