μοιρονόμος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρονόμος Medium diacritics: μοιρονόμος Low diacritics: μοιρονόμος Capitals: ΜΟΙΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: moironómos Transliteration B: moironomos Transliteration C: moironomos Beta Code: moirono/mos

English (LSJ)

μοιρονόμον, (νέμω) dispensing fate, Aristid.Or.48(24).31.

German (Pape)

[Seite 198] Schicksal verteilend, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.

Greek Monolingual

μοιρονόμος, -ον (Α)
αυτός που ορίζει την τύχη σε καθέναν από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα «πεπρωμένο»·νόμος (< νέμω «μοιράζω»), πρβλ. κληρονόμος.