μοναχογιός

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο
ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας ή ο μοναδικός μεταξύ δύο ή περισσότερων θυγατέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + γιος].