μονώνω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
(ΑΜ μονῶ, -όω Μ και μονώνω)
μόνος
κάνω κάτι να μείνει μόνο ή ερημικό, αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, απομονώνω
νεοελλ.
(σχετικά με ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα ή ήχο) κάνω μόνωση
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) μεμονωμένος, -η, -ο(ν)
μοναδικός, μόνος («μεμονωμένη περίπτωση»)
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) μοναχός, ολομόναχος
(μσν.αρχ.) αφήνω, εγκαταλείπω
αρχ.
(συν. το παθ.) μονοῦμαι, -όομαι
α) (για ζώο) συλλαμβάνομαι
β) (για την ψυχή) αποχωρίζομαι από το σώμα
δ) χωρίζομαι από κάτι, στερούμαι από κάτι.