μουνώψ
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
v. μονώψ. μοῦρκορ· μυχός (Lacon.), Hsch. μούρρινα, τά, and μουρρίνη, ἡ, v. μόρρια.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονώψ.
Russian (Dvoretsky)
μουνώψ: ῶπος adj. ион. = μονώψ.
Greek (Liddell-Scott)
μουνώψ: Ἰων. ἀντὶ μονώψ, Αἰσχύλ. Πρ. 804.
Greek Monolingual
μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μονώψ.
Greek Monotonic
μουνώψ: Ιων. αντί μονώψ.