μουνώψ

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνώψ Medium diacritics: μουνώψ Low diacritics: μουνώψ Capitals: ΜΟΥΝΩΨ
Transliteration A: mounṓps Transliteration B: mounōps Transliteration C: mounops Beta Code: mounw/y

English (LSJ)

v. μονώψ. μοῦρκορ· μυχός (Lacon.), Hsch. μούρρινα, τά, and μουρρίνη, ἡ, v. μόρρια.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονώψ.

Russian (Dvoretsky)

μουνώψ: ῶπος adj. ион. = μονώψ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνώψ: Ἰων. ἀντὶ μονώψ, Αἰσχύλ. Πρ. 804.

Greek Monolingual

μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μονώψ.

Greek Monotonic

μουνώψ: Ιων. αντί μονώψ.