μωμοσκοπέω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 226] (ein μωμοσκόπος sein), nach einem Tadel sehen, untersuchen, bes. Opferthiere, ob sie fehlerfrei sind, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μωμοσκοπέω: παρατηρῶ πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς ζῴοις τοῖς ὡρισμένοις πρὸς θυσίαν· καθόλου, ἐπικρίνω, κατακρίνω, ψέγω, Εὐστ. Πονημ. 194. 44, Ἐκκλ.