Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ος, ον :c. μονιός.
-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνοςμόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).