νίφαργος

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αμφίποδων καρκινοειδών της οικογένειας gammaridae.
(II)
νίφαργος, -ον (Α)
βλ. νιφαργής.