νεμεσητέος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὁ προκαλῶν ἀγανάκτησιν, πρὸς ὃν πρέπει νὰ ἀγανακτήσῃ τις, Θεόδ. Ὑρτακ. Ἐπιστ. 51, καὶ νεμεσητέον, δεῖ νεμεσᾶν, Γεννάδ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 5, σ. 146, 5.