νομάριον
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
tragic equipment, σκεῦος τραγικόν, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νομάριον: τό, «σκεῦος τραγικὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
νομάριον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκεῦος τραγικόν».
(II)
νομάριον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του νομή
2. υποκορ. του νόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος / νομή + υποκορ. κατάλ. -άριον].
German (Pape)
τό, erkl. Hesych. σκεῦος τραγικόν.