νομεισφορά
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ἡ, proposal of a law, Tz.H.11.129.
Greek (Liddell-Scott)
νομεισφορά: ἡ, εἰσφορά, εἰσήγησις νόμου, Τζέτζ. Ἱστ. 41, 129.
Greek Monolingual
νομεισφορά, ἡ (Μ)
εισήγηση νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + εισφέρω].