νομιστί

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστί Medium diacritics: νομιστί Low diacritics: νομιστί Capitals: ΝΟΜΙΣΤΙ
Transliteration A: nomistí Transliteration B: nomisti Transliteration C: nomisti Beta Code: nomisti/

English (LSJ)

or νομιστεί, Adv. conventionally, opp. κατ' ἀλήθειαν, Diog.Oen.6, cf. Gal.1.417.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 selon l'opinion commune;
2 selon la loi, légalement.
Étymologie: νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστί: Ἐπίρρ. κατὰ νόμον, Μ. Ἀντων. 7. 31· κατὰ συνήθειαν, Γαλην. 3. 3, Πολύβ. 18. 17, 7. - Διὰ τοῦ ει, νομιστεὶ ἐν BCH 1897, σ. 384.

Greek Monolingual

νομιστί και νομιστεί (Α)
επίρρ.
1. σύμφωνα με τον νόμο, κατά νόμο, κατά σύμβαση
2. σύμφωνα με τη συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ιππιστί)].

German (Pape)

nach dem Herkommen, nach der Sitte, M.Anton. 7.31.