νομιστί
From LSJ
English (LSJ)
or νομιστεί, Adv. conventionally, opp. κατ' ἀλήθειαν, Diog.Oen.6, cf. Gal.1.417.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 selon l'opinion commune;
2 selon la loi, légalement.
Étymologie: νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστί: Ἐπίρρ. κατὰ νόμον, Μ. Ἀντων. 7. 31· κατὰ συνήθειαν, Γαλην. 3. 3, Πολύβ. 18. 17, 7. - Διὰ τοῦ ει, νομιστεὶ ἐν BCH 1897, σ. 384.
Greek Monolingual
νομιστί και νομιστεί (Α)
επίρρ.
1. σύμφωνα με τον νόμο, κατά νόμο, κατά σύμβαση
2. σύμφωνα με τη συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. ιππιστί)].