νομοδίφης

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο (Α νομοδίφης, δωρ. τ. νομοδίφας)
ερευνητής, αναδιφητής τών νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δίφης (< διφῶ «μελετώ, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριοδίφης].