νομοδότης

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδότης Medium diacritics: νομοδότης Low diacritics: νομοδότης Capitals: ΝΟΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: nomodótēs Transliteration B: nomodotēs Transliteration C: nomodotis Beta Code: nomodo/ths

English (LSJ)

νομοδότου, ὁ, lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.

Greek Monolingual

νομοδότης, ὁ (ΑΜ)
(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.