νομοκάνονας
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
ο (Μ νομοκάνων, -ονος και νομοκάνονος και νομοκάνονας, ό, και νομοκάνονον, τὸ)
κώδικας, συλλογή νόμων και κανόνων της εκκλησιαστικής νομοθεσίας, πρακτικών τών συνόδων και πολιτικών νόμων που αφορούν την Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κανών, -όνος].