νομοποιός
From LSJ
English (LSJ)
νομοποιόν, (νόμος ΙΙ) composing music, D.L.2.104.
German (Pape)
Gesetze oder musikalische Weisen machend, DL. 2.104.
Russian (Dvoretsky)
νομοποιός: сочиняющий музыкальные мелодии Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
νομοποιός: -όν, (νόμος ΙΙ, ποιέω) ὁ συντιθεὶς μουσικήν, μελοποιός, Διογ. Λ. 2. 104.
Greek Monolingual
νομοποιός, -όν (Α)
αυτός που συνθέτει μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος «μουσικός ρυθμός, ήχος» + -ποιός].