νομοποιώ

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

νομοποιῶ, -έω (Α)
συντάσσω νόμους, νομοθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ποιῶ (< -ποιός)].