νομοτελεστικός
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφαρμογή νόμου («νομοτελεστικό διάταγμα»)
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Νομοτελεστικό(ν)
η προσωρινή διοίκηση τών Ελλήνων, η εκτελεστική εξουσία που συγκροτήθηκε με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου το 1822 και είχε ως έργο την εκτέλεση τών βουλευμάτων που εκδίδονταν από το Βουλευτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τελεστικός (< τελώ].