νομοτριβής
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
νομοτρῐβής: -ές, ἐντριβὴς εἰς τοὺς νόμους, Νικήτ. Χρον. 133Β.
Greek Monolingual
νομοτριβής, -ές (Μ)
έμπειρος νομικός, νομομαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής].
German (Pape)
ές, eigtl. an Gesetzen gerieben, gesetzkundig, Nicet.