νούμμος

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

νοῦμμος και νόμος, ὁ (Α)
1. είδος χρυσού, αργυρού ή χάλκινου νομίσματος το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους Δωριείς της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, είχε βάρος ίσο με το 1/10 του κορινθιακού στατήρα και ισοδυναμούσε με 1,50 αττικό οβολό
2. το αργυρό αντίστοιχο της ορειχάλκινης λίτρας
3. αργυρό νόμισμα τών Ρωμαίων, το σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση της λ. νόμος (II) με το νόμος (Ι) ή το νόμιμος δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή nummus, απ' όπου το ελλ. νοῦμμος].