ομοιομερής
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ
α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τους
β) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.
επίρρ...
ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)
με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].