οὐδενίζω
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
German (Pape)
[Seite 410] zu Nichts machen, erniedrigen, entwürdigen, Δαναῶν πόνον, Diosc. 10 (V, 138).
Russian (Dvoretsky)
οὐδενίζω: обращать в ничто, сводить к нулю (Δαναῶν πόνον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐδενίζω: (οὐδὲν) φέρω εἰς οὐδέν, ἐξουδενίζω, Ἀνθ. Π. 5. 138.