οὔθην

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monotonic

οὔθην: επίρρ., σίγουρα όχι, βεβαίως όχι, και βέβαια όχι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

surely not, certainly not, Hom.