παλαιικός

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και παλιακός, -ή, -ό παλαιός / παλιός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλαιά εποχή («παλαιική νοοτροπία»).
επίρρ...
παλαιικά
με παλαιικό τρόπο.