παντομισής

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντομῑσής Medium diacritics: παντομισής Low diacritics: παντομισής Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: pantomisḗs Transliteration B: pantomisēs Transliteration C: pantomisis Beta Code: pantomish/s

English (LSJ)

παντομισές, all-hateful, A.Eu. 644.

German (Pape)

[Seite 464] ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
haï de tout le monde.
Étymologie: πᾶν, μισέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντομισής -ές [πᾶς, μῖσος] door iedereen gehaat.

Russian (Dvoretsky)

παντομῑσής: всененавистнейший, отвратительнейший (κνώδαλα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

παντομῑσής: -ές, ὅλως μισητός, μεμισημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 644. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
ο πολύ μισητός από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μισής (< μῖσος), πρβλ. πολυμισής].

Greek Monotonic

παντομῑσής: -ές (μῖσος), μισητός σε όλους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

παντομῑσής, ές μῖσος
all-hateful, Aesch.

English (Woodhouse)

loathsome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний