πανῆμαρ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
Adv. all day, the livelong day, Od.13.31. ημάτιος [μᾰ], η, ον, late poet. form for πανημέριος, Opp.H.1.696.
German (Pape)
[Seite 460] den ganzen Tag lang; Od. 13, 31; Ap. Rh. 2, 529, wo die Lesart schwankt.
French (Bailly abrégé)
adv.
pendant tout le jour.
Étymologie: πᾶν, ἦμαρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανῆμαρ [πᾶς, ἦμαρ] adv., de hele dag door.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνῆμαρ: adv. в течение всего дня, целый день (ποιεῖν τι Hom.).
English (Autenrieth)
adv., all day long, Od. 13.31†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθ' όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντήμαρ)].
Greek Monotonic
πᾰνῆμαρ: επίρρ., όλη μέρα, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνῆμαρ: Ἐπίρρ., δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, Ὀδ. Ν. 31· ― παρὰ μεταγεν. πᾰνημᾰδόν, Μάξιμ. π. καταρχ. 182, Χρησμ. παρ’ Οἰνομ. ἐν Αὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 214Α.
Middle Liddell
all day, the livelong day, Od.