παρατετηρημένως
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
Adv. carefully, Ph.1.221, Heliod. ap. Orib.49.8.7; according to rule, A.D.Conj.238.29.
German (Pape)
[Seite 502] adv. part. perf. pass. von παρατηρέω, mit Vorsicht od. Genauigkeit, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατετηρημένως: Ἐπίρρ., μετὰ προσοχῆς, ἀκριβῶς, Φίλων 1. 221, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
κατά παρατήρηση, από παρατήρηση
αρχ.
1. με προσοχή, ακριβώς, προσεκτικά, με επιμέλεια
2. σύμφωνα με τον κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατετηρημένος του παρατηρώ].