τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
η1. λόγος απερίσκεπτος, χωρίς αξία, κενή φλυαρία2. καυχησιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parola «λέξη, λόγος» (βλ. λ. πάρλα)].