πεπληρωμένως

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπληρωμένως Medium diacritics: πεπληρωμένως Low diacritics: πεπληρωμένως Capitals: ΠΕΠΛΗΡΩΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplērōménōs Transliteration B: peplērōmenōs Transliteration C: pepliromenos Beta Code: peplhrwme/nws

English (LSJ)

Adv., (πληρόω) Glossaria on νουβυστικῶς, Sch.Ar.V. 1285; = Lat. plene, Dosith.p.409K., Glossaria.

German (Pape)

[Seite 560] (πληρόω), angefüllt, reichlich, B. A. 447.

Greek (Liddell-Scott)

πεπληρωμένως: Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με αφθονία
2. με πληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπληρωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πληρῶ].