πριγκιπικός

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

και πριγκηπικός, -ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίγκιπα (α. «πριγκιπικός τίτλος» β. «ελληνική Πριγκιπική Ακαδημία του Βουκουρεστίου»)
2. αυτός που αρμόζει, που προσιδιάζει σε πρίγκιπα, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής (α. «πριγκιπικό ντύσιμο» β. «πριγκιπική πολυτέλεια»)
3. μτφ. πλουσιοπάροχος («πριγκιπικό γεύμα»)
4. φρ. «πριγκιπικό θησαυροφυλάκιο» — ειδική στην αρχή και οικονομική στη συνέχεια υπηρεσία διαφόρων τοπικών πριγκίπων.
επίρρ...
πριγκιπικώς και πριγκηπικώς και -ά, Ν
με τρόπο που αρμόζει σε πρίγκιπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].