προβοηθέω
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
hasten to aid before, προβοηθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.8.144 (v.l. προσβωθῆσαι).
German (Pape)
[Seite 712] ion. προβωθέω, vorher zur Hülfe eilen, εἰς τὴν Βοιωτίην Her. 8, 144, wo Wesseling aus einigen mss. προσβωθῆσαι vorgezogen hat.
French (Bailly abrégé)
envoyer ou porter d'avance du secours.
Étymologie: πρό, βοηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βοηθέω eerder hulp brengen.
Russian (Dvoretsky)
προβοηθέω: ион. προβωθέω заблаговременно приходить или спешить на помощь (καιρός ἐστι προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Her.).
Greek Monotonic
προβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, σπεύδω πρώτος να βοηθήσω, προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, σπεύδω εἰς βοήθειαν πρότερον, προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· διάφ. γραφ. προσβωθῆσαι.
Middle Liddell
ionic -βωθέω fut. ήσω
to hasten to aid before, προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.