προκάνω
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Greek Monolingual
Ν κάνω
1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου»)
2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τον προκάνεις»).