προορατός

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προορᾱτός Medium diacritics: προορατός Low diacritics: προορατός Capitals: ΠΡΟΟΡΑΤΟΣ
Transliteration A: prooratós Transliteration B: prooratos Transliteration C: prooratos Beta Code: proorato/s

English (LSJ)

προορατή, προορατόν, to be foreseen, ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ X.Cyr.1.6.23.

German (Pape)

[Seite 737] adj. verb. von προοράω, vorher zu sehen, Xen. Cyr. 1, 6, 23 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut prévoir.
Étymologie: προοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προορατός -ή -όν [~ προοράω] te voorzien.

Russian (Dvoretsky)

προορᾱτός: предвидимый (προορατὰ ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ Xen.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προορῶ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προβλέψει.

Greek Monotonic

προορᾱτός: -ή, -όν, είμαι προβλεπόμενος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προορᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ προΐδῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 23.

Middle Liddell

προ-ορᾱτός, ή, όν verb. adj.]
to be foreseen, Xen.