προσεΐσκομαι

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Russian (Dvoretsky)

προσεΐσκομαι: (только 2 л. sing. pf. προσήϊξαι) быть похожим Eur. (см. * προσείκω 1).