προτοῦ Search Google

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

German (Pape)

[Seite 793] statt πρὸ τοῦ, u. dieses statt πρὸ τούτου, vordem, ἐν τῷ προτοῦ χρόνῳ, Thuc. 1, 32. S. πρό.

French (Bailly abrégé)

adv.
pour πρὸ τοῦ;
auparavant : ὁ προτοῦ χρόνος ATT le temps antérieur.
Étymologie: πρό, τοῦ.

Russian (Dvoretsky)

προτοῦ: adv. прежде: ἐν τῷ π. (sc. χρόνῳ) Thuc. в прежнее время.

Greek (Liddell-Scott)

προτοῦ: ἀντὶ πρὸ τοῦ, πρὸ τούτου, Ἡρόδ. καὶ Ἀττικ.· ὁ προτοῦ (ἐξυπακ. χρόνος) Θουκ. 1. 32· πρβλ. πρὸ Α. ΙΙ. ― προτοῦ ἐγκλεισθῶ, πρὶν ἀποχωρήσω τοῦ κόσμου καὶ ἐγκλεισθῶ εἰς μοναστήριον, Ἰω. Μόσχος 2989D.

Greek Monolingual

προτοῦ ΝΑ
(σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε 'βρει η νύχτα», παροιμ.
θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῦ ἐγκλεισθῶ» — προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι.
δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν τῷ πρὸ τοῦ ἑκούσιοι γενόμενοι [χρόνου]», Θουκ.)
νεοελλ.
(ως επίρρ.) πρωτύτερα, προηγουμένως, πριχού, («μερικές μέρες προτού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. πρό τοῦ + απρμφ., που σε μτγν. φάση άρχισε να συντάσσεται με ρήμα].

Greek Monotonic

προτοῦ: αντί πρὸ τοῦ, πριν από αυτό, προτού, πριν, προηγουμένως, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁ προτοῦ (ενν. χρόνος), σε Θουκ.

Middle Liddell

for πρὸ τοῦ ere this, aforetime, erst, formerly, Hdt., Attic; ὁ προτοῦ (sc. χρόνοσ) Thuc.

Lexicon Thucydideum

antehac, before this, previously, 1.32.4, 2.15.2. 2.58.2, 2.73.3. 3.9.1. 4.72.2.