πρωτεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, =
A πρώτιστος, λαός Tim.Pers.248.
II v. πρᾱτεύς.
III name of an eyesalve, Aët.7.106.
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, ein Pflaster, Medic. – S. Nom. pr.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α
ως κύριο όν. Πρωτεύς
μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος θαλασσινός γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και, γενικά, έχει έναν αρχέγονο χαρακτήρα, ενώ χάρη στην ιδιότητά του να μεταμορφώνεται σε λιοντάρι, σε φίδι, σε λεοπάρδαλη ή και σε κάπρο, σε νερό και σε δέντρο, χρησιμοποιήθηκε ως αλληγορική και συμβολική μορφή
νεοελλ.
ζωολ. γένος σπηλαιόβιων, ουροδελών αμφιβίων που απαντούν κυρίως στα σπήλαια της Δαλματίας με ένα μοναδικό είδος, το Proteus anguinus
αρχ.
ως ουσ.
1. ο πρώτιστος
2. είδος κολλυρίου
3. (κυρίως στον δωρ. τ. πρατεύς) η πρώτη αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το προσηγορικό πρωτεύς παράγεται από το επίθ. πρῶτος και αποτελεί πιθ. υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. πρωτεύω. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν η ονομ. της θαλάσσιας θεότητας προέρχεται από το επίθ. πρῶτος ή είναι δάνεια αιγυπτιακής προέλευσης].