πρόσορθρον

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Russian (Dvoretsky)

πρόσορθρον: дор. πότορθρον, v. l. ποτ᾽ ὄρθρον (τό) adv. на рассвете, к утру Theocr.