πτέραρχος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
ο, Ν
ανώτατος βαθμός της αεροπορίας, αντίστοιχος με τον στρατηγό και τον ναύαρχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρ-υγα «βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας» + -αρχος].